κατεγχάνοι

κατεγχάνοι
κατεγχάνοῑ , κατά-ἐγχάσκω
gape
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατεγχαίνω — (Α) περιγελώ κάποιον, χάσκοντας, δηλ. με ανοιχτό στόμα («κατεγχάνοι ταῑς ἐμαῑς τύχαισιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + *ἐγ χαίνω «χάσκω» (υποχωρητικός σχηματισμός < εγχαν εῖν απρμφ. αορ. τού ρ. ἐγ χάσκω, κατά το σχήμα μαρανεῖν:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”